σκαφίδι — το ιού, σκάφη ξύλινη στην οποία ζυμώνεται το αλεύρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαφίδι — σκαφίς bowl fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γούρνα — Οικισμός (292 κάτ.) της Λέρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου. * * * η (Μ γούρνα) 1. φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα, λάκκος 2. δοχείο για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. 1. λεκάνη για πλύσιμο 2. δεξαμενή ελαιοτριβείου, όπου… … Dictionary of Greek
γρώνος — γρῶνος, η, ον (Α) 1. κατατρυπημένος, με πολλές κοιλότητες 2. το θηλ. ως ουσ. γρώνη, η α) κοιλότητα, γούρνα 2. σκαφίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γρώνος (< *γρωσνος) απαντά με πολλές χρήσεις και συνδέεται με το γράω*, από άλλη μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας] … Dictionary of Greek
κύφος — Ονομασία όρους και πόλης της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα, ίσως και ποταμού, σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν πρωτεύουσα των Αινιάνων και των Περραιβών και ότι πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία με επικεφαλής τον… … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
σκαφίδα — η, Ν (μεγεθ.) μεγάλη σκάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαφίδι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
σκαφίς — ίδος, ἡ, Α 1. μικρή σκάφη, σκαφίδι 2. μικρό πλοίο, βαρκάκι 3. μικρό σκεύος, λεκάνη ή κάδος 4. μικρό δοχείο που μνημονευόταν μεταξύ τών σκευών τού σιτοποιού, τού μυλωνά 5. σκεύος για ποτό ή για μέτρημα 6. είδος μαγειρικού σκεύους 7. αγγείο για… … Dictionary of Greek
σκαφιδιάζω — Ν [σκαφίδι] 1. σκαφιδώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σκαφιδιασμένος, η, ο σκαφιδωτός … Dictionary of Greek
σκαφιδώνω — Ν [σκαφίδι] κοιλαίνω κάτι δίνοντάς του το σχήμα σκάφης … Dictionary of Greek